Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

ΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα περάσματα

Είπα: Παιδί βάλε το μηχάνημα να χορέψει ο Γιωργάκης.
Σκούπισε τα λιγδωμένα του χέρια σε μια λερή ποδιά, πάτησε τα κουμπιά και ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου γέμισε το χαμηλοτάβανο μαγαζί του Γιάννη του Γώτη,
Ο Γιωργάκης σηκώθηκε από το τραπέζι της γωνίας, τέντωσε το αδύναμο κορμί του, έβγαλε το σακάκι, ξεκούμπωσε το γιλέκο και άρχισε να φέρνει τις στροφές του ανάμεσα στα τραπέζια. Σταύρωνε τα πόδια, έδενε τους καρπούς των χεριών του κάτω από τη μέση του, κουλουριαζότανε κι ύστερα τιναζότανε ψηλά, ωχ, πατούσε στις μύτες των ποδιών του, μετεώριζε τον κορμό του, έλεγες τώρα θα πέσει, τέντωνε τα χέρια σαν φτερά του γλάρου κι άρχιζε έναν κυκλικό καλπασμό με μεγάλα και βαριά βήματα, ωχ, ωχ, ωχ, ώπα.
Τα πρώτα ποτήρια έσπαζαν.
- Θα μου το κάνεις πάλι γυαλάδικο το μαγαζί, μου σφύριξε ο Γώτης.
- Για το Γιωργάκη, ρε. Για το Γιωργάκη μόνο.
Ο Γιωργάκης είχε περάσει τα εβδομήντα. Ήταν κοντός, αδύνατος μόνο τα κόκαλα, στενό μέτωπο, μάτια σκοτεινά, χωμένα βαθιά στις κόχες, γαμψή μύτη. Φορούσε πάντα ένα μπλε κοστούμι και γιλέκο.
Τον είχα γνωρίσει εδώ και δύο μήνες περίπου απ’ όταν άρχισα να πηγαίνω στη χασαποταβέρνα του Γώτη, σ’ ένα χωριό λίγο έξω από το Άργος , για να μπερδεύω τα βράδια τις σκέψεις μου με το κρασί. Να πνίγω τις σκιές στο οινόπνευμα. Τις σκιές που άρχισαν να μ’ επισκέπτονται εντελώς ξαφνικά κάθε βράδυ και να μου ταράζουν τον ύπνο. Ο καπετάν Αντώνης, ο καπετάν Πεπές, ο Αλκιβιάδης, μες στη χαράδρα, με ανοιγμένα στήθια γεμάτα αίμα, να κατεβαίνουν τα κοράκια, να ορμούν να τα σπαράξουν, να γίνεται μια έκρηξη να γεμίζει ο τόπος φωτιές και καπνούς και πάλι κοράκια να ζυγίζονται επάνω τους.
Να ξυπνάω αλαφιασμένος, μούσκεμα από τον ιδρώτα και με μισή ανάσα να ψιθυρίζω «τα περάσματα, τα περάσματα».
Γεννήθηκα το ’50 και δεν μπορεί να έχω καμία σχέση με εκείνη την εποχή.
Ό,τι ξέρω είναι από τα βιβλία και από τις μισοειπωμένες ιστορίες όσων επέζησαν. Λειψά πράγματα δηλαδή και βουνά τα ερωτήματα. Οι Αντάρτες, ο Στρατός, πώς και γιατί; Οι αγώνες ενός λαού, τα όνειρα ενός λαού, το βάραθρο.
Εμένα γιατί με κυνηγάνε οι σκιές;
Τον έβλεπα κάθε βράδυ να κάθεται μόνος σ’ ένα τραπέζι δίπλα από την πόρτα, αμίλητος, μ’ ένα ποτήρι κρασί. Το μπλε κουστουμάκι του, ρε, μου έκανε εντύπωση. Ήταν μια αντίθεση χτυπητή ανάμεσα στους άλλους θαμώνες της χασαποταβέρνας, που φορούσαν καθημερινά ρούχα, μερικοί είχαν έρθει κατευθείαν από τη δουλειά στα χωράφια, λασπωμένοι με τα φυτοφάρμακα να βρομάνε και να σου κόβουν την ανάσα στα δύο μέτρα.
- Ποιος είναι; ρώτησα τον φίλο από το χωριό που με συντρόφευε.
- Ο Γιωργάκης. Άστον.
- Έτσι κάθε βράδυ;
- Έτσι κάθε βράδυ.
Διέκρινα μία απροθυμία στο φίλο να μιλήσει.
Κοντά στα μεσάνυχτα και ενώ η σιωπή είχε εγκατασταθεί από ώρα στο τραπέζι μας…
- Παλικάρι, είπε ο φίλος.
- Ο Γιωργάκης;
- Ο Γιωργάκης, ναι. Στο Αντάρτικο. Έχασε δύο φίλους – αδέρφια της ομάδας του. Δεν τα ‘χει σωστά από τότε. Έχει και σφαίρα στο κεφάλι. Λένε. Βγαίνει κάθε βράδυ από το σπίτι κι έρχεται εδώ. Πίνει δύο ποτήρια ξερά, δε μιλάει σε κανέναν και φεύγει τελευταίος.
Πήρα το ποτήρι μου και πλησίασα το τραπέζι δίπλα στην πόρτα.
- Να καθίσω;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
- Να κεράσω;
Με το κεφάλι έδειξε το ποτήρι του που ήταν γεμάτο.
- Ο καπετάν Γιωργάκης, ε;
Δε μίλησε. Πέρασαν μερικά λεπτά.
- Όχι. Ο καπετάν Πρωτέας.
- Έχω ακουστά.
- Όχι. Δεν έχεις ακουστά.
Σηκώθηκε απότομα και έφυγε.

Κατεβαίναμε καταμεσήμερο με τον καπετάν Πρωτέα μια απότομη πλαγιά. Πανύψηλα δέντρα και πυκνή βλάστηση μας κατάπιναν βήμα το βήμα. Ήταν ανάλαφρος και πηδούσε λιθάρι το λιθάρι προς το βάθος της λαγκαδιάς. Ακολουθούσα με κόπο σέρνοντας το τραυματισμένο μου πόδι. Είχα χάσει αίμα.
Το στόμα μου ήταν ξερό.
«Που ‘ναι οι φύλακες; Πού ‘ναι τα παλικάρια;» ρώτησα.
Κοντοστάθηκε.
«Στις πηγές δροσίζονται».
«Κι άφησαν τα περάσματα;»
Δε μίλησε. Στην πρώτη πηγή βρήκαμε έναν παπά. Καθόταν σ’ ένα τετράγωνο λιθάρι δίπλα στα νερά, είχε βγάλει το καλυμμαύχι του και διάβαζε τις διαθήκες.
«Γεια και χαρά σου, Δέσποτα», χαιρέτισε ο καπετάνιος.
«Καλώς τον καπετάνιο».
«Μην είδες παλικάρια;»
«Πήγαν στην εκκλησιά να πάρουν αντίδωρο».
Στη δεύτερη πηγή βρήκαμε έναν γραμματικό. Καθόταν σ’ ένα τετράγωνο λιθάρι δίπλα στα νερά, είχε βγάλει το καπέλο του και διάβαζε τη φυλλάδα.
«Γεια και χαρά σου δάσκαλε», χαιρέτισε ο καπετάνιος.
«Καλώς τον καπετάνιο».
«Μην είδες τα παλικάρια;»
«Πήγαν στο σχολειό να κάνουνε κουβέντα».
Το νερό ήταν γλυφό.
Τα περάσματα αφύλαχτα.
«Καπετάνιε, φοβάμαι».
«Δεν έχει αγρίμια η λαγκαδιά».
Μουσικές και τραγούδια μας κάλεσαν να προχωρήσουμε. Βγήκαμε σ’ ένα πλάτωμα και βρεθήκαμε στη μέση του χορού. Τους γνώρισα. Στην αράδα ο Αχιλλέας από τη Σπάρτη, ο Δυσσέας Αντρούτσος, ο γιος της καλόγριας, ο κοντοστούπης ο Άρης και ο Θανασάκης ρε, που καθόμαστε στο ίδιο θρανίο και κρεμάστηκε σε μια μουριά όταν ο δάσκαλος του ‘πε μπροστά σ’ όλη την τάξη ότι είχε πιάσει ψείρες.
Ακουμπισμένος στον κορμό μιας οξιάς ο Ζάχος τραγουδούσε «παιδιάμ’ γιατί ‘στε ανάλλαγα».
Τους γνώρισα. Θέλω να βγάλω μια φωνή. Αδύνατο. Θέλω να βγάλω μια φωνή. Ο ήλιος κατεβαίνει, γίνεται μια έκρηξη, ο τόπος γεμίζει φωτιές και καπνούς. Ο καπετάν Αντώνης, ο καπετάν Πεπές, ο Αλκιβιάδης ανάσκελα με τα στήθια ανοιχτά γεμάτα αίμα.
«Ποιοι είναι αυτοί;»
Τα κοράκια ζυγίζονται πάνω τους.

- Καπετάνιε φοβάμαι.
- Τι φοβάσαι;
- Τις σκιές.
Μου φάνηκε ότι χαράχτηκε στα χείλη του ένα χαμόγελο. Πρώτη φορά.
- Καπετάνιε, πες μου την ιστορία.
- Θέλω να χορέψω ζεϊμπέκικο, παραγγελιά.
Είπα: Παιδί βάλε στο μηχάνημα…
Έδωσε έναν πήδο μέχρι το ταβάνι, προσγειώθηκε άσχημα, δεν τον βάσταξαν τα πόδια του, οι κουβέντες κόπηκαν ξαφνικά, σηκώθηκε, οπισθοχώρησε, κρατήθηκε με τα δυο του χέρια από τις κάρσες της πόρτας. Είχε ένα σκοτεινό βλέμμα. Έβγαλε μια κραυγή που έσκισε τη νύχτα μέσα μου.
- Τα περάσματα. Πιάστε τα περάσματα…